Τεκνο μου, πείτε στους ανθρώπους να προσεύχονται και να κάνουν μετάνοια. Επιστρέφω ξανά για να σας πω, όπως είπα σε Λούρδη, στη Φάτιμα και στο Γκαραμπάνταλ: αν δεν γίνει μεταστροφή, θα έρθει η τιμωρία! Σ' αγαπώ και δεν θέλω την καταδίκη σου. Είμαι η Βασίλισσα της Ειρήνης, η Μητέρα του Θεού και η μητέρα σας. Ευλογώ όλους: στο όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Η Παναγία είναι πολύ ανησυχημένη για όλους μας. Οι τιμωρίες που ο κόσμος αξίζει είναι τρομερές: είναι πράγματα που δεν έχουν δει ποτέ πριν στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο κόσμος θα πάθει για τα αμαρτήματα του, λόγω της εξέγερσής του εναντίον του Θεού. Αν δεν δεχτούμε τις μηνύσεις της Παρθένου και ακολουθήσουμε τους συμβουλές και οδηγίες της, θα πρέπει να υποστεί μια τρομερή τιμωρία, γιατί ο άνθρωπος με την απόρριψη αυτών των κλήσεων απορρίπτει τη βοήθεια και το συμφέρον της Μητέρας του Θεού και τα μέσα εύρεσης ασφαλούς καταφυγίου στο Μαθηρικό Καρδία της.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 18/02/95, περί τις 1:30 π.μ., ξύπνησα. Κάτι τρομερό μ' ασφύξιαζε και με ταλαιπωρούσε. Έχασα την εντύπωση ότι κάτι επικίνδυνο περιέβαλλε το σπίτι μου. Είδα γύρω μου τους τοιχούς να γίνονται διαφανείς. Πέρα από το σπίτι, περπατώντας γύρω από αυτό είδα τον Σατανά, τρομερό, που με κοιτάζε και χαμογελούσε, με κινδυνεύοντας, σαν να μου έλεγε ότι θα με πιάσει και θα με καταστρέψει. Προσεύχθηκα στον Αρχιστράτηγο Μιχαήλ και έφυγε. Επέστρεψα για ύπνο. Περί τις 03:30 ξυπνήσα ξανά. Ο Σατανάς ήταν αυτή τη φορά μέσα στο δωμάτιο. Ήταν στην κεφαλή του κρεβατιού μου και με έσυρα από το πόδι.
Θέλει να με πάρει μαζί του στη κόλαση και φωνάζει με τόσο μίσος:
Σ' εμίζω και θα σε καταστρέψω. Ορκίζομαι ότι το κάνω. Θα σε τραβήξω και να πάθεις στην κόλαση για πάντα, αχούσιος, μουρμούρις, ιδιώτης! Σ' εμίζω επειδή κάνετε τους ανθρώπους να πιστεύουν σε αυτή την χαλάρα και τη βλάκα εμφάνιση! Θα σέ παρω μαζί με μένα τώρα, έλα!...
Με σέρνει από το πόδι κι εγώ αμέσως κρύω για τον Άγγελο Μιχαήλ και τον Φύλακα Αγγέλου. Νιώθα ότι κάποιος με τραβούσε από την άλλη πλευρά από τα ώμοπλάτη μου και τους βραχίονές μου, ενώ ο δαίμωνας με σέρνει από το άλλο μέρος, από το πόδι μου. Κρύω για το αίμα του Ιησού και τον Άγγελο Μιχαήλ κι αυτός φεύγει κλαίγοντας σε απογοήτευση. Μετά από αυτό είδα μια όραση μιας νεαρής κοπέλλας που έρχεται από την αριστερή πλευρά του κρεβατιού. Ήταν απελπισμένη και ταλαιπωρημένη, βασανιζόμενη, αλλά δεν γνώριζα ποια ήταν. Όταν αυτή η όραση εξαφάνισε, είδα ένα οδυνηρό, αποτρωκτικό τόπο. Ήταν η κόλαση. Είδα τις ψυχές να πέφτονε στις φλόγες της κολάσης. Καίγονταν και κλάιγαν απελπισμένα. Πέφτηκαν σε μεγάλους αριθμούς. Ήταν αδύνατο να μετρήσω πόσες έπεσαν και πάθησαν εκεί. Φαινόταν σαν ένα σκιάδι μέλισσας, πολλών μέλισσων, αλλά ήταν ανθρώπινες ψυχές που βρίσκονταν εκεί παθαίνοντας και πέφτοντας κι όταν αγγίζουνε αυτήν την τρομερή φωτιά, έρχονται σε αυτό το τόπο με τα κεφάλια τους και τα σώματα τους σπασμένα. Γνωρίζω ότι ήταν οι ψυχές των καταραμένων. Στο μέσον αυτών των ψυχών είδα τους τρομοκρατικούς δαιμόνες που τις βασάνιζανε κι αγελάδευαν. Είχαν μίσος και χαρά να τα βασανίζουνε σκληρά. Τρεμούσαν όταν μια ψυχή έφτανε εκεί σε αυτό το τόπο. Βλέποντας αυτήν την όραση, η καρδιά μου σταμάτησε κι παγώθηκε, νιώθα ότι πνίγηκα. Ήταν μία πολύ άσχημη και δυνατή όραση. Ποτέ δεν είδα κάτι τόσο τρομερό σε ολόκληρη τη ζωή μου. Πόσο άσχημος, τερατωδής κι ужаστικός είναι ο δαίμωνας.
Είδα έναν από αυτούς που θέλησε να φτάσει όπου ήμουν εγώ, αλλά δεν μπορούσε, γιατί στέκομουν σε ένα μεγάλο πέτρινο τοίχο, ψηλά πάνω του. Έχοντας στα χέρια του κάτι σαν δρεπάνι και με αυτό προσπαθούσε να μου φτάσει κι να με τραβήξει στην κόλαση. Μού λέγει,
Θα κάνω ό,τι είναι δυνατόν για να έρθεις εδώ μαζί μας. Θα σε καταστρέψω και θα σέ κομίσω στα χίλια κομματάκια!
Ο πέτρινος τοίχος όπου στέκομουν διαιρούσε δύο μέρη. Το ένα ήταν η κόλαση και το άλλο ένας μεγάλος άβυσσος, μια σκοτεινή μαύρη τρύπα. Έγινα συνειδητοποιημένος ότι όποιος έπεφτε εκεί σε αυτόν τον άβυσο δεν θα επέστρεφε ποτέ, θα μείνε εκεί για πάντα και θα καταστραφεί. Κατανόηση ότι θα είναι εκεί που στο τέλος των χρόνων όταν ο Θεός έρθει στον κόσμο, όλοι οι δαίμονες της κόλασης μαζί με τον Λουσιφέρ και αυτούς που πολέμησαν εναντίον του Θεού θα τιμωρηθούν και θα ρίξουν εκείνο, όπου δεν θα επιστρέψουν ποτέ να κάνουν κακό στην Εκκλησία και σε όσους ήταν πιστοί στον Θεό.
Απροσδόκητα, από μέσα της φωτιάς βγήκε ένα μεγάλο φίδι, τρομακτικό. Ήταν γιγαντιαίο. Πριν το αυτό εγώ ήταν τίποτα. Έγνωσα ότι ήταν ο Σατάνας, ο Λουσιφέρ, που έδειχνε τον εαυτό του στην κόλαση πιο άσχημος από ποτέ. Μου είδε με απειλητικούς οφθαλμούς, σαν να μου λέει, Διστάζω αν θέλεις να συνεχίσεις αυτήν την αταξία των εμφανίσεων και των μηνυμάτων από εκείνη ...(και είπε ένα άσχημο λόγο για τη Παναγία).
Μου έλεγα:
Ο Θεός είναι μαζί μου και εγώ είμαι με τον Θεό και με τη μητέρα του, την Παναγία Μαρία.
Ροτήθηκα στη Παναγία: Μητέρα μου, βοήθεια. Δεν θέλω να δω αυτό πλέον. Θέλω να βγώ από εδώ και να επιστρέψω σπίτι!
Τότε άρχισα να επιστρέφω πίσω κι όταν είδα, βρήκα τον εαυτό μου ξανά στο δωμάτιο μου, στον κρεβάτη. Μετά από όλη αυτή την οραματιστική εμπειρία, κάποιος χτύπησε στην πόρτα του σπιτιού μας. Ήταν ένας άνδρας που ζητούσε τη βοήθεια του πατέρα μου. Η κόρη του ήταν άρρωστη και έπρεπε να μεταφερθεί αμέσως στο νοσοκομείο της Ιτακοατιάρα. Ο πατέρας του ζήτησε από τον πατέρα μου να τον βοηθήσει να πάρει την κόρη του στον λιμένα της Ιταπιράνγκα με αυτοκίνητο, γιατί δεν μπορούσε να περπατήσει ή να κινείται. Ο πατέρας μου πήγε αμέσως να τον βοηθήσει. Θυμήθηκα τη όραση του κοριτσιού που πάσχει και αγωνίζεται. Κατανόηση ότι αν αυτό το νεαρό κορίτσι πέθαινε, δεν θα σωθείτο, κι θα πηγαίνει στη κόλαση, σε εκείνο τον τόπο που μόλις είδα. Αρχίσα να προσεύχομαι για αυτήν, για την αιώνια της σωτηρία. Μάθε αργότερα ότι αυτό το νεαρό κορίτσι δεν πέθανε, αλλά ήταν άρρωστο και αγωνιζόταν επειδή είχε κάνει αβορτοποιήσεις κι ο βρέφος ήταν νεκρό μέσα της. Ο Θεός έδειξε ελεημοσύνη στην ψυχή της, μη επιτρεπόντας να πεθάνει από αυτή την σοβαρή αμαρτία.